- αιόλισμα
- αἰόλισμα, το (Α) [αἰολίζω ΙΙ]ποικίλο μέλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰόλισμα — varied tones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω … Dictionary of Greek